- ολιγομηνόρροια
- ηιατρ. η ελάττωση τής ποσότητας αλλά και τής συχνότητας τής εμμηνόρροιας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oligomenorrhea < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + εμμηνόρροια*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμμηνορρυσία — Φυσιολογική περιοδική λειτουργία της γυναίκας, που παρατηρείται κατά την περίοδο της γεννητικής της δραστηριότητας, από την ήβη έως την εμμηνόπαυση, όταν δεν υπάρχει κύηση. Το κύριο εξωτερικό σύμπτωμα είναι η ροή άπηκτου αίματος μαζί με στοιχεία… … Dictionary of Greek